- ἔκτριμμα
- ἔκτριμμαsore caused by rubbingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκτριμμα — το (AM ἔκτριμμα) 1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο 2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο αρχ. ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον … Dictionary of Greek
ἐκτρίμματα — ἔκτριμμα sore caused by rubbing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)